Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

Απάντηση στον πρώην διοικητή της ΑΤΕ κ. Δ. Μηλιάκο


Σε άρθρο του στην "Καθημερινή", ο πρώην διοικητής της ΑΤΕ κ. Μηλιάκος σχολίασε κριτικά άρθρο μου που περιείχε επικριτικές αναφορές στον ίδιο και στην ΑΤΕ (βλ. το δικό μου άρθρο στις 22/12/2012 και το δικό του στις 20/1/2013, αμφότερα στην «Καθημερινή»). Τον ευχαριστώ για την προσοχή του. Έχω να παρατηρήσω τα εξής:

1. Προσπερνώ τους χαρακτηρισμούς περί «υπεροψίας», «επιθετικότητας», κλπ. Ουδόλως με ενδιαφέρει πώς θα με χαρακτηρίσουν οι εκλεκτοί της αδίστακτης κομματοκρατίας που ευθύνεται για τη χρεοκοπία της χώρας μου.

2. Στόχος του άρθρου μου δεν ήταν η ΑΤΕ, αλλά το ευρύτερο φαινόμενο της κομματοκρατίας και οι παθογένειες που παράγει. Η ΑΤΕ ήταν ένα από τα παραδείγματα που χρησιμοποίησα. Ρωτώ: μέσα από ποια ανοιχτή, διαγωνιστική διαδικασία προσελήφθη ο κ. Μηλιάκος ως διοικητής της ΑΤΕ; Προφανώς ρητορικό το ερώτημα… Στα κρίσιμα προσόντα για το διορισμό του κ. Μηλιάκου δεν συγκαταλέγονται μόνο οι όποιες γνώσεις του για οικονομικά-αγροτικά θέματα (υπάρχουν αρκετοί με περισσότερα τυπικά προσόντα), αλλά και οι διασυνδέσεις του - ήταν στέλεχος της ΝΔ αρμόδιο για αγροτικά θέματα, υποψήφιος ευρωβουλευτής της, και κουμπάρος του τότε πρωθυπουργού κ. Καραμανλή. Επειδή διαθέτουμε και κοινή λογική και ικανότητα συσχέτισης, διακρίνουμε «αιτιώδη συνάφεια» (ας το πω «επιστημονικά» για να «επιβεβαιώσω» την καθηγητική μου ιδιότητα, για την οποία κόπτεται ο κ. Μηλιάκος), μεταξύ της ιδιότητας του κομματανθρώπου-«κολλητού» του πρωθυπουργού, και του διορισμού στην ανώτατη θέση μιας κρατικής τράπεζας. Κατανοώ γιατί ο κ. Μηλιάκος αποσιωπά αυτή τη συνάφεια, αλλά θα πρέπει κι αυτός να κατανοήσει ότι επιμένουμε να θυμόμαστε.

3. Γιατί ένας κομματικά διορισμένος διοικητής να μην διάκειται ευνοϊκά απέναντι στο σύστημα (όχι μόνο στο κόμμα) εξουσίας που τον διόρισε; Γιατί να εναντιωθεί στη χορήγηση επισφαλών δανείων σε κυβερνητικά κόμματα; Πόσο επιχειρηματικά ήταν τα κριτήρια του κ. Μηλιάκου όταν έδινε δάνεια στη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ; Η κοινή λογική μας υποψιάζει για την απάντηση: όσο επιχειρηματικά ήταν και τα κριτήρια της τράπεζας του κ. Σάλλα (και, τι σύμπτωση, νυν ιδιοκτήτη της ΑΤΕ!) όταν δάνειζε τους αξιότιμους κκ. Βουλγαράκη και Τσοχατζόπουλο! Πώς θα εισπράξει τώρα τα δανεικά η ΑΤΕ από κόμματα που κατέρρευσαν εκλογικά και, συνεπώς, μειώθηκε δραματικά η κρατική επιδότησή τους; Γιατί δεν προσέβαλε νομικά η ΑΤΕ την περσινή ρύθμιση με την οποία τα υπερχρεωμένα κόμματα προστατεύονται από τους δανειστές τους; Η κοινή λογική μας υποδεικνύει την απάντηση: γιατί οι χάρες επιστρέφονται!

4. Αναφορικά με τα λοιπά πεπραγμένα της ΑΤΕ, δεδομένου ότι στερούμαι αξιοπιστίας κατά τον κ. Μηλιάκο, θα δώσω το λόγο στον έγκριτο οικονομικό δημοσιογράφο της «Καθημερινής» κ. Γ. Παπαδογιάννη, ο οποίος στις 31/7/2012, σε άρθρο του με τίτλο «Πώς η επί δεκαετίες κακοδιαχείριση απαξίωσε έναν όμιλο», γράφει: «Η Αγροτική Τράπεζα αποτελούσε για δεκαετίες εκκολαπτήριο σκανδάλων. Το σκάνδαλο του Χ.Α. το 1999, όταν η ΑΤΕ «διατάχθηκε» από την τότε κυβέρνηση να ξοδέψει δισ. για τη στήριξη του Χρηματιστηρίου, μετοχοδάνεια που εγκρίνονταν αυθημερόν, το σκάνδαλο των δομημένων, «επενδύσεις» σε επικίνδυνα παράγωγα προϊόντα, δάνεια χωρίς εξασφαλίσεις ακόμα και σε επιχειρηματίες που θεωρούνταν από την αγορά χρεοκοπημένοι (Μπατατούδης, Αλλαμανής κ.ά.), δάνεια σε αγροτικούς συνεταιρισμούς αποτελούν ορισμένα μόνο -τα πλέον τρανταχτά- παραδείγματα της διακομματικής διαχρονικής κακοδιαχείρισης που είχε λάβει χώρα στην ΑΤΕ. Σ’ αυτά πρέπει να προστεθεί ένα μεγάλο δίκτυο θυγατρικών εταιρειών, όπου η διασπάθιση χρήματος δεν έχει προηγούμενο: από τα κεφάλαια που επένδυσε η τράπεζα για τη δημιουργία και υποστήριξη των εταιρειών αυτών, σήμερα έχει χαθεί το 82%. Με όλα αυτά δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη ότι από το 1997 μέχρι το 2011 το Δημόσιο είχε διαθέσει 5 δισ. ευρώ για την κεφαλαιακή ενίσχυση της τράπεζας τα οποία έγιναν «καπνός» […]». Κλπ., κλπ.

5. Τα υπόλοιπα στην κρίση των αναγνωστών.

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013

Με τις επιλογές μας δημιουργούμε τη χώρα μας


Zούμε σε περίεργη, μεταβατική εποχή. Ο δημόσιος λόγος είναι θολός και συγκεχυμένος: απαρτίζεται από εννοιολογικά θραύσματα που δύσκολα συνταιριάζονται, αφού αντλούν το νόημά τους από ετερόκλητα λογοπλαίσια. Το παρακμιακό συνυπάρχει με το ελπιδοφόρο. Η αντιφατικότητα παράγει αβεβαιότητα, αλλά ενδεχομένως και αλλαγή.

Η σκληρή λιτότητα ενθαρρύνει το λαϊκιστικό λόγο και μάλιστα στη χυδαία του εκδοχή. Οι λαϊκιστές αντλούν την ισχύ τους από ένα διαχρονικό μοτίβο που διαπερνά το δημόσιο βίο. Κύρια στοιχεία του είναι ο μανιχαϊσμός, η συνωμοσιολογία, ο φατριασμός, η θυματοποίηση.

Δεν είναι όμως το μόνο είδους λόγου. Αναπτύσσεται παράλληλα κι ένας αναστοχαστικός λόγος, ο οποίος προσεγγίζει την κρίση όχι θρηνητικά-λαϊκιστικά, αλλά ανα-θεωρητικά. Η χρεοκοπία αποκαλύπτει όλα εκείνα που διαισθητικά γνωρίζαμε αλλά απωθούσαμε: τη σαθρότητα των θεσμών μας, την ανεπάρκεια των ηγετών μας, τη φαυλότητα των πρακτικών μας (σε όλα τα επίπεδα).

Οι πλείστοι πολιτικοί εκφράζουν αμήχανα και τα δύο είδη λόγου ταυτοχρόνως, επιτείνοντας τη σύγχυση: απουσιάζει η διαύγεια του συμβολισμού. Μιλάνε λ.χ. για «αξιοκρατία», αλλά προκρίνουν την κομματική φατρία: «[Θέλουμε την] Ελλάδα της αξιοκρατίας, όχι της κυριαρχίας των "ημετέρων" και των "κυκλωμάτων"» είπε σε πρόσφατη συνέντευξή του ο πρωθυπουργός. Αυτό δεν τον εμπόδισε, ωστόσο, να διορίσει τους «κολλητούς» του από τη Μεσσηνία επικεφαλής σημαντικών δημοσίων οργανισμών!

Όπως συνήθως συμβαίνει σε περιόδους μεγάλων μεταβολών, οι δυνάμεις της παρακμής αναγκάζονται επιφανειακά να συμμορφωθούν με τη νέα πραγματικότητα. Οι βαθύτερες προτιμήσεις τους, όμως, δεν κρύβονται. Σε μια ώριμη δημοκρατία λ.χ. η οριστική καταδίκη του περιφερειάρχη Κεντρικής Μακεδονίας κ. Ψωμιάδη για παράβαση καθήκοντος (και η συνακόλουθη έκπτωσή του από το αξίωμα), θα τον παρέδιδε στη γενική καταισχύνη και θα αρκούσε για την αυτόματη διαγραφή από το κόμμα του. Όχι όμως στη μετα-οθωμανική μας κουλτούρα!

Αντί μεταμέλειας ή έστω συστολής, ο κ. Ψωμιάδης δήλωσε κουτσαβάκικα: «Δεν είμαι έκπτωτος, είμαι νικητής στη συνείδηση του ελληνικού λαού». Η ΝΔ σιωπά. Μόλις πέρυσι ο κ. Σαμαράς είχε χρίσει τον κ. Ψωμιάδη επικεφαλής του προεκλογικού αγώνα της ΝΔ στη Β. Ελλάδα, παρά την υφιστάμενη πρωτοβάθμια καταδίκη του. Ο δε «γαλάζιος» διάδοχος του έκπτωτου περιφερειάρχη, ο κ. Τζιτζικώστας, δήλωσε μετά την εκλογή του: «Είμαστε εδώ εξαιτίας μιας άδικης απόφασης. Είμαστε δίπλα του, είμαστε η συνέχεια του έργου του». Μετάφραση: Είμαστε αμετανόητοι! Στα παλιά μας τα παπούτσια τι αποφασίζει ο Άρειος Πάγος! Η φατρία είναι πάνω απ’ όλα! Μετά απ' αυτό, γιατί να σεβαστεί το νόμο ο τραμπούκος απεργός ή ο αυθαίρετος καταληψίας;

Η χρεοκοπία μεταβάλλει το κυρίαρχο λεξιλόγιο. Παράλληλα με την ένταση του λαϊκισμού, αναδύεται ένας νέος ηθικοπολιτικός λόγος, η εκφορά του οποίου δεν θεωρείται πλέον εκκεντρική: η χρεοκοπία επανανομιμοποιεί την ηθική της ευθύνης. Όχι μόνο νοιώθουμε ότι τα «κοινά» μας αφορούν προσωπικά, αλλά ότι ο ηθικοπολιτικός λόγος βρίσκει, όλο και περισσότερο, ευήκοα ώτα.

Δείτε πώς υπερασπίζεται τη θαρραλέα πράξη της η κοινωνική λειτουργός που κατήγγειλε πέρυσι στις Αρχές γιατρό επαρχιακού νοσοκομείου ότι ζήτησε «φακελάκι» από ανάπηρο ασθενή που είχε υπό την επιμέλειά της: «Το χρωστάω στην πατρίδα µου, αλλά και στο παιδί µου, να καταγγέλλω συμπεριφορές που µας έφτασαν στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα» («Έθνος», 12/1/13). Δεν επικαλείται απλώς τον επαγγελματισμό της, αλλά το χρέος της προς μια υπερβατική και συνάμα τόσο απτή αξία («η πατρίδα μου») και το μέλλον της («το παιδί μου»). Η χρεοκοπία εντείνει την ταύτιση του πολίτη με την «πόλιν». Το όραμα της ενάρετης συλλογικότητας νοηματοδοτεί τον ατομικό βίο: δεν είμαστε ακοινώνητοι ιδιώτες, έχουμε προσωπική ευθύνη για ό,τι συλλογικά μας συμβαίνει, λογοδοτούμε στις επόμενες γενιές!

Βεβαίως, ακόμα και σε συνθήκες πρωτοφανούς κρίσης, η ηθική-θεσμική εγρήγορση των ταγών δεν είναι αυτονόητη. Οι διαδικασίες του κράτους δικαίου δεν είναι μηχανικά συστήματα. Για να λειτουργούν καλά χρειάζονται τη ζωοποιό ενέργεια που παρέχει η ηθική της ευθύνης, όχι της συγκάλυψης. Οι πειθαρχικές διαδικασίες του ΕΣΥ για τον κατηγορούμενο γιατρό δεν ενεργοποιήθηκαν! Ο αρμόδιος ιατρικός σύλλογος σιώπησε. Δεν αντιλαμβάνονται όλοι την «πατρίδα» με τον ίδιο τρόπο…

Το μέλλον δεν είναι δεδομένο, τελεί πάντοτε υπό διαμόρφωση, μας θύμιζε ακούραστα ο νομπελίστας φυσικός Ιλια Πριγκοζίν. Περίοδοι κρίσης ρευστοποιούν τη φαινομενικώς συμπαγή πραγματικότητα και αναδεικνύουν την πλαστικότητά της. Συνειδητοποιούμε ότι συν-διαμορφώνουμε τη συλλογικότητα στην οποία μετέχουμε. Οι επιλογές μας δεν είναι ουδέτερες. Μπορούμε να μιμηθούμε είτε τον Ψωμιάδη και τον Τζιτζικώστα, είτε την κοινωνική λειτουργό. Και θα έχουμε, ανάλογα με την επιλογή μας, την πατρίδα που μας αξίζει.

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

Καμία αμνηστία, σε κανέναν


Τι κοινό έχουν οι ρυθμίσεις της παράνομης δόμησης, οι φορολογικές περαιώσεις, οι απαλλαγές των φυγόστρατων, και οι αμνηστίες των επαναπατριζόμενων καταθέσεων; Απάντηση: την αναξιοπιστία του κράτους.

Για να γίνω πιο συγκεκριμένος: καθένα από τα παραπάνω φαινόμενα συνιστά ένα επαναλαμβανόμενο «παίγνιο» μεταξύ κράτους-πολιτών. Στο «παίγνιο» αυτό το κράτος θέτει τους κανόνες με βάση τους οποίους οι πολίτες σχεδιάζουν τις συμπεριφορές τους. Όταν οι κανόνες δεν επιβάλλονται, δημιουργούνται κοινωνικές παθογένειες: αυθαίρετα, φοροδιαφυγή, διαφθορά, αποφυγή στράτευσης, κλπ. Όταν η διόγκωση της παθογένειας αποκτά τεράστιες διαστάσεις και δεν μπορεί πλέον να γίνει ανεκτή, τι κάνει το ελλαδικό κράτος; Αναθεωρεί τους κανόνες εκ των υστέρων! Σχεδιάζει ειδικές ρυθμίσεις, οι οποίες «ανακουφίζουν» τους παρανομήσαντες – και διαιωνίζουν την παθογένεια!

Προσέξτε: οι κανόνες εξακολουθούν να ισχύουν, αλλά οι ειδικές ρυθμίσεις σηματοδοτούν το πνεύμα με το οποίο εφαρμόζονται. Οι συνεπείς τιμωρούνται, αφού η συμμόρφωσή τους με τους κανόνες περιόρισε τα οφέλη που θα απολάμβαναν αν είχαν υιοθετήσει μια καθαρά ιδιοτελή συμπεριφορά. Οι παραβάτες επιβραβεύονται, αφού και άντλησαν τα οφέλη της μη συμμόρφωσης, και δεν έλαβαν τις προβλεπόμενες κυρώσεις.

Ποιο είναι το αποτέλεσμα της κρατικής αναξιοπιστίας στους πολίτες; Η υιοθέτηση της καιροσκοπικής συμπεριφοράς: «αποφεύγω όσο μπορώ τη συμμόρφωση, ευελπιστώντας σε ευνοϊκές ειδικές ρυθμίσεις αργότερα» (είπαμε: το «παίγνιο» είναι επαναλαμβανόμενο). Η συμπεριφορά της καιροσκοπικής μη συμμόρφωσης γενικεύεται: αν ο πυρήνας του κράτους συμπεριφέρεται αναξιόπιστα, γιατί να μη συμπεριφερθεί εξίσου αναξιόπιστα και ο πρύτανης, ο διευθυντής νοσοκομείου, ή ο διοικητής μιας ΔΕΚΟ; Ετσι διαβρώνονται βαθμιαία οι θεσμοί…

Πρέπει να αμνηστευθεί, για μια ακόμη φορά, ο επαναπατρισμός καταθέσεων από το εξωτερικό, όπως συζητεί η κυβέρνηση Σαμαρά; Εξαρτάται από το τι θεωρούμε ως μείζον πρόβλημα σήμερα. Αν θεωρήσουμε ότι το κύριο πρόβλημα είναι τα άδεια ταμεία, τότε κάθε ευρώ που εισρέει είναι χρήσιμο, άσχετα πώς αποκτήθηκε. Αν θεωρήσουμε ότι το κύριο πρόβλημα είναι οι συμπεριφορές που οδήγησαν στα άδεια ταμεία, τότε είναι πιο σημαντικό να αποτρέψουμε τις ανεπιθύμητες συμπεριφορές, άρα να εφαρμόσουμε τους κανόνες – να επιμείνουμε, δηλαδή, στις αξίες που τους υποστηρίζουν - όχι να κάνουμε ειδικές ρυθμίσεις.

Ας μην κρυβόμαστε: η χρεοκοπία μας πρώτα είναι αξιακή-θεσμική και μετά οικονομική. Το δημόσιο συμφέρον υπηρετείται καλύτερα αν το κράτος, εμμένοντας στην εφαρμογή των κανόνων που θέσπισε, σηματοδοτήσει με τη συμπεριφορά του την αξιοπιστία. Τότε μόνο θα αναστραφεί ο καλλιεργημένος καιροσκοπισμός των πολιτών και θα αρχίσουν να γεμίζουν τα ταμεία. Καμία αμνηστία, λοιπόν, σε κανέναν. Οι κανόνες πρέπει να εφαρμόζονται.

Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2013

Σκοτώνοντας το χρόνο…


Το έχω ακούσει τόσες φορές που δεν εκπλήσσομαι πλέον. Αντίθετα, θα εκπλαγώ αν δεν το ακούσω. «Παράταση μέχρι τις 8/1/ 2013 στην προθεσμία για την πληρωμή των τελών κυκλοφορίας και για την κατάθεση των πινακίδων, αποφάσισε το υπουργείο Οικονομικών», ανακοίνωσαν τα ΜΜΕ την τελευταία μέρα του 2012. Αποφάσεις σαν κι αυτές είναι χαρακτηριστικά ελλαδικές. Οι προθεσμίες σπάνια είναι δεσμευτικές, οι παρατάσεις θεωρούνται αυτονόητες. Τόσο αυτονόητες που, ακόμα και στον σκληρό πυρήνα της κρατικής λειτουργίας, όπως είναι η συλλογή φόρων, το 2012 δόθηκε τέσσερις τρεις φορές παράταση για την υποβολή φορολογικών δηλώσεων!

Δεν γνωρίζω καμία ανεπτυγμένη χώρα στην οποία ρουτινώδεις κρατικές λειτουργίες, χρονικά προκαθορισμένες, να είναι μετακινήσιμες. Δεν είναι τυχαίο. Στις ανεπτυγμένες χώρες κυριαρχεί η αίσθηση του χρόνου ως πολύτιμου πόρου. Η περίφημη φράση του Βενιαμίν Φραγκλίνου «ο χρόνος είναι χρήμα» εκφράζει αυτή τη στάση: για το νεωτερικό άνθρωπο ο χρόνος δεν είναι απλώς συνυφασμένος με την εξέλιξη της ζωής, αλλά γίνεται ο ίδιος ένα αυτοτελές μέγεθος που χρήζει ορθολογικής διαχείρισης. Ο χρόνος αποσπάται από τα κοινωνικά-βιολογικά του συμφραζόμενα και αυτονομείται: εξοικονομείται, σπαταλάται, αξιοποιείται, κλπ.

Η νεωτερική αντίληψη για το χρόνο αντανακλάται στη στρατηγική αντιμετώπιση των προβλημάτων. Ο οργανισμός που σκέπτεται στρατηγικά γνωρίζει, προβλέπει ή ορίζει τις μελλοντικές ανάγκες του σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον και δεσμεύεται να ενεργεί στο παρόν, έτσι ώστε να υπηρετεί απώτερους σκοπούς στο μέλλον. Αντιθέτως, ο οργανισμός που δεν σκέπτεται στρατηγικά αντιδρά σπασμωδικά στα τρέχοντα προβλήματά του, ικανοποιώντας μόνο τις βραχυπρόθεσμες ανάγκες του. Ο στρατηγικά σκεπτόμενος αναβάλλει την άμεση ικανοποίηση των αναγκών του, χάριν κάποιου υπέρτερου (και απόμακρου) σκοπού• διευρύνει τον ορίζοντα της δράσης του, επιτρέποντας στο μέλλον να επηρεάσει το παρόν. Ο μη στρατηγικά σκεπτόμενος αγνοεί το μέλλον• άγεται και φέρεται από τις ανάγκες της στιγμής. Το «αχρονικό παρόν» συνιστά τον κύριο ορίζοντα αναφοράς του.

Τι συνδέει τις ουρές στις Εφορίες την τελευταία στιγμή, τις παρατάσεις προθεσμιών που απλόχερα χορηγούν οι υπουργοί, την αδιαφορία της γραφειοκρατίας για το χρόνο των πολιτών, τη χρονοτριβή στην υλοποίηση των Μνημονίων, και τη χρεοκοπία της χώρας; Πολλά, αλλά, εν προκειμένω, το εξής ένα: η ιδιοτελής αναβλητικότητα. Η φράση του πρώην πρωθυπουργού Καραμανλή Β’ τα λέει όλα: «άστο γι’ αργότερα»!

Το κομματικό σύστημα δεν αντιμετωπίζει τα καυτά συλλογικά προβλήματα έγκαιρα και ορθολογικά («τ’ αφήνει γι’ αργότερα»), προκειμένου να συνεχίσει να ικανοποιεί τις άμεσες (πελατειακές-κομματοκρατικές) ανάγκες του. Η μετα-οθωμανική δημόσια διοίκηση δεν εκλαμβάνει το χρόνο της ως πολύτιμο πόρο που πρέπει να αξιοποιήσει, οπότε θεωρεί αυτονόητο ότι μπορεί να σπαταλά το χρόνο του πολίτη. Το κομματικοποιημένο κράτος δεν εμμένει στις προθεσμίες που το ίδιο θέτει, προκειμένου να μη γίνει δυσάρεστο επιβάλλοντας κυρώσεις. Οι πολίτες δεν εκπληρώνουν έγκαιρα τις υποχρεώσεις τους στο κράτος, τόσο γιατί προεξοφλούν την κρατική αναξιοπιστία, όσο και γιατί θεωρούν τις υποχρεώσεις τους διαπραγματεύσιμους περιορισμούς, των οποίων την ισχύ έχουν όφελος να αναβάλλουν όσο μπορούν.

Η ιδιοτελής αναβλητικότητα πηγάζει από τον εγκλωβισμό μας στην μεταπολιτευτικά κυρίαρχη εμμονή για άμεση ικανοποίηση των βραχυχρόνιων αναγκών. Οι πολιτικοί θέλουν να μεγιστοποιούν την πολιτική τους πελατεία, οπότε δεν τους συμφέρει η λήψη (βραχυπρόθεσμα) δυσάρεστων αποφάσεων. Οι πολίτες, συντεχνιακά ή ατομικιστικά σκεπτόμενοι, επιδιώκουν την ικανοποίηση των αιτημάτων τους με κάθε τρόπο. Κανείς δεν θέλει να δεσμευτεί από κοινούς, ορθολογικούς κανόνες γιατί, ιστορικά μιλώντας, η βέλτιστη στρατηγική στο δημόσιο βίο είναι ο καιροσκοπισμός.

Η ανάληψη δεσμεύσεων στο παρόν χάριν της ικανοποίησης αναγκών στο μέλλον, προϋποθέτει μια πολιτική κουλτούρα που ωθεί, μέσω ανταμοιβών και κυρώσεων, τους πολιτικούς να ενεργούν ως statesmen για το μακροχρόνιο δημόσιο συμφέρον. Προϋποθέτει, επίσης, μια ανεξάρτητη, αποτελεσματική κρατική γραφειοκρατία, με ανεπτυγμένη «θεσμική μνήμη», η οποία αίρεται πάνω από τις βραχυχρόνιες επιμέρους ανάγκες για να υπηρετήσει τα στρατηγικά συμφέροντα της χώρας. Δεν διαθέτουμε τίποτε από τα δύο.

Η χρεοκοπία προέκυψε (και) από την αθόρυβη συρρίκνωση του εθνικού ορίζοντα δράσης στο «ασάλευτο παρόν». Στο μεθύσι της λεηλασίας των κοινών, αδιαφορήσαμε για το αύριο. Η έκλειψη του μέλλοντος υποκρύπτει, όμως, κάτι βαθύτερο: το φόβο της αλλαγής. Όπως παρατηρεί ο Στ. Ράμφος, «αργοπορούμε και αναβάλλουμε σαν να μας απειλούν οι πράξεις μας και οι συνέπειές τους. Μας τρομάζει κατά βάθος η μεταβολή ως δέσμευση στο χρόνο. Ο φόβος είναι ο φόβος του μέλλοντος». Το άνοιγμά μας στο μέλλον προϋποθέτει ότι αποδεχόμαστε τη δυνατότητα της δημιουργικής αυτο-αλλοίωσης - να γίνουμε διαφορετικοί από αυτό που είμαστε. Μπορούμε;