Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

Όταν κυβερνούν οι αντεξουσιαστές φιλόσοφοι…




Το ερώτημα είναι παμπάλαιο: ποιος πρέπει να κυβερνά; Η απάντηση του Πλάτωνος είναι γνωστή: οι φιλόσοφοι-βασιλιάδες. Οι λαοί θα ευτυχήσουν όταν βασιλεύσουν οι φιλόσοφοι και οι βασιλιάδες φιλοσοφήσουν. Ο φιλόσοφος μοιάζει με τον κυβερνήτη ενός πλοίου. Οι ναύτες είναι αμαθείς και καβγατζήδες, δεν ξέρουν την τέχνη της ναυσιπλοΐας. Μόνο ο φιλόσοφος γνωρίζει, λέει ο Πλάτων: τους ανέμους, τον ουρανό, τα αστέρια και μπορεί, κατά συνέπεια, να διευθύνει το πλοίο. Τι καθιστά τον φιλόσοφο τον μόνο άξιο κυβερνήτη; Η αγάπη της σοφίας, η πραγματική γνώση του Αγαθού, η γνωστική πρόσβαση σε αρχετυπικές Ιδέες που παραμένουν αναλλοίωτες. Η ορθή πολιτεία διευθύνεται από «άρχοντας αληθώς επιστήμονας», από φιλό-σοφους.

Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα. Παρά τους ταυτολογικούς ορισμούς του Πλάτωνος περί της εγκράτειας και αφιλοχρηματίας των φιλοσόφων, δεν παύουν να ανήκουν στο ανθρώπινο είδος: έχουν φιλοδοξίες, προκαταλήψεις, φόβους και πάθη. Ο φιλόσοφος-βασιλιάς είναι ένα ένσαρκο όν, ριζωμένο στο χώρο και το χρόνο· η κρίση του ενδέχεται να είναι εσφαλμένη, η ηθική του συνείδηση σε καταστολή, η πολιτική του οξύνοια στομωμένη, τα συναισθήματά του ακατέργαστα. Το παράδειγμα του φιλο-ναζί Χάιντεγκερ, του μεγαλύτερου ίσως φιλόσοφου του 20ου αιώνα, δείχνει ότι η πλάνη δεν χαρακτηρίζει μόνο τους πολλούς, αλλά και την υψηλότερη αριστοκρατία του πνεύματος. 

Προσέξτε πως αντιλαμβάνεται το ρόλο του ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθηγητής Φιλοσοφίας, κ.Πελεγρίνης: «Ως πρύτανης προσπαθώ να δώσω μια άλλη διάσταση στον θεσμό. Πιο ανθρώπινη. Άλλωστε, σκοπός μου ήταν και είναι να υπηρετήσω το πανεπιστήμιο, όχι να το εξουσιάσω. Για μένα, η λέξη εξουσιάζω αναλύεται ως “έξω η εξουσία”». Ο Πλάτων θα έφριττε στη σκέψη ότι η ιδιότητα του φιλό-σοφου ουδόλως αποτρέπει έναν πρύτανη-κυβερνήτη να υιοθετεί μια αφελή, σχεδόν παιδαριώδη, αντίληψη της εξουσίας.

Ο κ.Πελεγρίνης, επικεφαλής ενός μεγάλου οργανισμού με χιλιάδες εργαζόμενους και προϋπολογισμό εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, φαίνεται να πιστεύει ότι η άσκηση της εξουσίας είναι απλώς θέμα προσωπικού ορισμού, όχι συστατικό μέρος κάθε θεσμού. Αν θεωρήσω λ.χ. ότι, ως δάσκαλος, διευθυντής οργανισμού, ή αστυνομικός, δεν ασκώ εξουσία, τότε, ως δια μαγείας, δεν ασκώ εξουσία! Είναι σα να ορίζει ο υπουργός Οικονομικών μόνος του το χρέος έναντι των δανειστών της χώρας! Η πραγματικότητα είναι αυτό που θεωρώ ότι είναι!

Ο συλλογισμός αυτός παραβλέπει αυτό που ο φιλόσοφος Τζον Σήρλ ονομάζει «θεσμικά γεγονότα» («institutional facts»): γεγονότα των οποίων η ύπαρξη εξαρτάται από κοινωνικούς θεσμούς. Τα δέκα ευρώ που έδωσα χθες στον ταξιτζή δεν είναι ένα απλό κομμάτι χαρτί αλλά χρήματα, η αξία των οποίων προϋποθέτει την ύπαρξη του θεσμού των εγχρήματων συναλλαγών. Η εξουσία ενός πρύτανη δεν εξοβελίζεται επειδή έτσι νομίζει ένας πρύτανης, όπως η εξουσία του πρωθυπουργού δεν καταργείται ακόμα κι όταν ο πρωθυπουργός φενακιστικά δηλώνει «αντεξουσιαστής» (βλ. δηλώσεις Παπανδρέου Γ΄).

Ως επικεφαλής ενός θεσμού ο πρύτανης εφαρμόζει κανόνες, κατευθύνει, ελέγχει - ασκεί εξουσία. Βεβαίως υπάρχουν πολλοί τρόποι να ασκήσει κανείς εξουσία, αλλά το βέβαιο είναι ότι η εξουσία του δεν εξαερώνεται. Η εξουσία δεν είναι εξωτερική ως προς τις κοινωνικές σχέσεις, αλλά ενυπάρχει σε αυτές, τις διαπερνά – απορρέει από τις ασυμμετρίες, την ανισότητα πρόσβασης σε υλικούς και συμβολικούς πόρους, τις θεσμικές διαφορές.

Όταν οι λαθρομετανάστες κατέλαβαν πρόσφατα τη Νομική Σχολή, από τον πρύτανη αναμέναμε υπεύθυνη δράση, αφού αυτό ορίζουν η θεσμική και έννομη τάξη. Οι ρόλοι και οι εξ αυτών ευθύνες συγκροτούνται στο εσωτερικό θεσμών, δεν τους ορίζουμε ιδιωτικώς. Η επιλογή του φιλόσοφου-πρύτανη να ορίσει το πρόβλημα της κατάληψης κυρίως ως «μεταναστευτικό», και η με κάθε κόστος «αναζήτηση ανώδυνης λύσης» εκ μέρους του συνάδει με τη σολιψιστική αντίληψη του ρόλου του: το πρόβλημα είναι όπως το ορίζω! Επανατοποθετώ το ρόλο μου σε νέα, ορισμένα από εμένα, συμφραζόμενα, προκειμένου να μη χρειαστεί να λάβω επώδυνες αποφάσεις.

Αν μερικοί ναρκισσιστικά προσποιούνται ότι θέλουν να καταργήσουν την εξουσία του ρόλου του, υπάρχουν άλλοι που περιβάλλουν με σοφιστείες τη θέλησή τους για εξουσία. «Ναι είναι γεγονός [ότι θέλω να ασκήσω εξουσία]», ομολογεί ο σκαπανεύς της μεταμοντέρνας σοφιστικής κ.Βέλτσος. «[…] Μόνο που η εξουσία δεν είναι η […] καθυπόταξη του άλλου. Είναι σχέσεις δύναμης και ο εξουσιαζόμενος ασκεί και αυτός εξουσία στον εξουσιαστή. Αφού, λοιπόν, η εξουσία ασκείται έτσι κι αλλιώς, δεν ντρέπομαι να την ασκήσω κι εγώ […]» (BHMAgazino, 6/7/2008). Προσέξτε την οργουελική χρήση της γλώσσας. Αν όλα είναι θέμα αυτο-εξυπηρετικών ορισμών, η εξουσία του φρουρού του Γκουαντάναμο δεν διαφέρει και πολύ από την εξουσία του κρατούμενου! Η εξουσία δεν απαιτεί τόσο δημόσια λογοδοσία, όσο «βελτιώνει το χαρακτήρα» του εξουσιαστή!        

Οι φιλόσοφοι-βασιλιάδες όχι μόνο δεν είναι απαραίτητα καλύτεροι κυβερνήτες, αλλά είναι εν δυνάμει επικίνδυνοι κυβερνήτες. Πρώτον γιατί η αίγλη που συνήθως τους περιβάλλει (την οποία, φυσικά, τόσο απολαμβάνουν!) είναι πολύ πιθανόν να αναδείξει τα ναρκισσιστικά στοιχεία του χαρακτήρα τους· και δεύτερον γιατί ρέπουν προς την εκλεπτυσμένη φενάκη και την περίτεχνη σοφιστεία, προκειμένου να αποφύγουν το δημοκρατικό «λόγον διδόναι».

Ο Πλάτων έθεσε το λάθος ερώτημα, επεσήμανε ο Καρλ Πόπερ. Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι «ποιος πρέπει να κυβερνά», αλλά «πως ελαχιστοποιούμε την κακή διακυβέρνηση». Στη δημοκρατία δεν χρειαζόμαστε «αληθώς επιστήμονας» να μας διοικήσουν, αλλά ανθρώπους με σωστό χαρακτήρα, εκλεπτυσμένη κρίση, αίσθηση καθήκοντος, και ισχυρή βούληση. Κρίνετε μόνοι σας σε ποιο βαθμό τους έχουμε.

Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011

Ανυπακοή αλά ελληνικά…


Όταν στην επίσημη επίσκεψή του στην Αυστραλία, το 2003, ο πρόεδρος Μπους εκφώνησε ομιλία σε κοινή συνεδρία των δύο νομοθετικών σωμάτων της χώρας, η παράσταση δεν ήταν τόσο απρόσκοπτη όσο φανταζόταν. Κάποια στιγμή, ο γερουσιαστής Μπράουν, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος των Πρασίνων, σηκώθηκε από το έδρανό του και διέκοψε με έντονο ύφος τον ομιλητή, διαμαρτυρόμενος για την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ και την απάνθρωπη μεταχείριση των κρατουμένων στο Γκουαντάναμο. Ακολούθησε θόρυβος. Ο πρόεδρος της Βουλής επενέβη άμεσα. Με εντολή του, οι υπεύθυνοι ασφαλείας οδήγησαν τον θορυβοποιό βουλευτή έξω από την αίθουσα, ενώ αποβλήθηκε για εικοσιτέσσερις ώρες από τη Βουλή! Ο γερουσιαστής δεν αντιστάθηκε. Διαμαρτυρίες δεν ακούστηκαν. Η ομιλία συνεχίστηκε. Αλλά και η διαμαρτυρία καταγράφηκε...
Ήταν μια μικρή πράξη ανυπακοής: η ανάγκη της προσωπικής διαμαρτυρίας κατίσχυσε του σεβασμού των κοινοβουλευτικών κανόνων περί κόσμιας συμπεριφοράς. Ο γερουσιαστής αφενός μεν εξέφρασε με πάθος την άποψή του, αφετέρου δε υπέστη τις συνέπειες της ανορθόδοξης συμπεριφοράς του. Αποδεχόμενος τις σχετικές κυρώσεις, επιβεβαίωσε άρρητα το σεβασμό του στους κανόνες του κοινοβουλίου. Ανυπακοή και υπακοή συνυπήρξαν στο ίδιο επεισόδιο.   
Το αυτοαποκαλούμενο «κίνημα ανυπακοής» στην Ελλάδα έχει τόση σχέση με την πολιτική ανυπακοή σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα όση η θρησκόληπτη μισαλλοδοξία με τη χριστιανική αγάπη. Όσοι βανδαλίζουν τα ακυρωτικά μηχανήματα εισιτηρίων στους σταθμούς του μετρό, όσοι αρνούνται να καταβάλουν διόδια στις εθνικές οδούς, όσοι μηχανεύονται τρόπους να πληρώνονται για τις ημέρες της απεργίας τους, όσοι καταλαμβάνουν δημόσια κτίρια, ή δεν σέβονται δικαστικές αποφάσεις, εγγράφονται λιγότερο στη μακρά δημοκρατική παράδοση της πολιτικής ανυπακοής και περισσότερο στη νεοελληνική παράδοση του ωμού τσαμπουκά – την ιδιοτελή άρνηση υπαγωγής σε κανόνες καθολικής ισχύος. Ένα μακρύ ιστορικό νήμα συνδέει τη σημερινή ανομία με την «αντίσταση» των κοτζαμπάσηδων και των ληστών του 19ου αιώνα στους θεσμούς τους νεοσύστατου ελλαδικού κράτους.      
Η πολιτική ανυπακοή απαιτεί προσωπικό θάρρος και εκλεπτυσμένη πολιτική κουλτούρα. Οι πολιτικά ανυπάκουοι, όπως ο Γκάντι, ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ ή περιβαλλοντικοί ακτιβιστές, δεν παρακάμπτουν τις κυρώσεις. Αντιθέτως, τις επιζητούν. Με την αυταπάρνησή τους κερδίζουν ηθικό κύρος, προκειμένου να επιστήσουν την προσοχή της κοινωνίας σε νόμους που θεωρούν άδικους.
Η παρακμιακή αριστερά, τόσο στη σταλινική όσο και στη ριζοσπαστικά παλιμπαιδίζουσα εκδοχή της, καταγγέλλει την «ποινικοποίηση» της «οργανωμένης ανυπακοής». Δεν αντιλαμβάνεται ότι η ανυπακοή αποκτά έλλογα χαρακτηριστικά, καθίσταται κατανοητή, μόνο όταν εκδηλώνεται στο εσωτερικό μιας κατά νόμον συγκροτημένης πολιτικής κοινότητας. Χωρίς νόμους δεν υφίσταται πολιτική κοινότητα· δίχως κυρώσεις αχρηστεύονται οι νόμοι· χωρίς νόμους δεν έχει καμιά αξία η ανυπακοή.
Τον πολιτικά ανυπάκουο δεν τον ενδιαφέρει απλώς να καταγράψει ναρκισσιστικά τη διαμαρτυρία του, ούτε επιδιώκει ιδιοτελώς να ικανοποιήσει το συμφέρον του, αλλά να καταστήσει διϋποκειμενικά αναγνωρίσιμη τη μη νομιμόφρονα στάση του· τον ενδιαφέρει να επικοινωνήσει με τους συμπολίτες του, προκειμένου να επιφέρει αλλαγή στο νόμο· δεν θέλει να «ιδιάσει» αλλά να «κοινωνήσει». Όπως παρατηρεί ο Τζον Ρολς, η πολιτική ανυπακοή συνιστά πράξη πολιτική στο μέτρο που δεν υπερασπίζεται έναν επιμέρους κώδικα ηθικής, αλλά αναφέρεται στις γενικές αρχές της δικαιοσύνης που, κατ΄ αρχήν, ρυθμίζουν τους θεσμούς της δημοκρατικής κοινωνίας. Ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ λ.χ. παραβίασε τους ρατσιστικούς νόμους της Αλαμπάμα στο όνομα των αρχών του Αμερικανικού Συντάγματος.
 Η πολιτική ανυπακοή είναι μια δημόσια, ενσυνείδητη, μη βίαιη πράξη. Εγγράφεται πρωτίστως στην επικράτεια του λόγου: εκδηλώνεται δημοσίως και απευθύνεται στους άλλους, πασχίζοντας να τους πείσει ότι ο ανυπάκουος ενδιαφέρεται ειλικρινώς για τις κοινές αξίες που συγκεκριμένοι νόμοι φέρονται να καταπατούν. Η πολιτική ανυπακοή συνιστά άρνηση και κατάφαση συγχρόνως: αρνείται την εφαρμογή ενός συγκεκριμένου νόμου καταφάσκοντας την έννοια του νόμου, αφού ο ανυπάκουος υφίσταται τις συνέπειες της άρνησής του. Όπως γράφει ο Ρολς, «ο νόμος παραβιάζεται, αλλά η πίστη στο νόμο εκφράζεται με τη δημόσια και μη βίαιη φύση της πράξης ανυπακοής, με την προθυμία να αποδεχθεί κανείς τις νόμιμες συνέπειες της συμπεριφοράς του».
Αναδεχόμενος τις κυρώσεις από την ανυπάκουη συμπεριφορά μου μετέχω στην πολιτική κοινότητα, δεν αποκόπτομαι από αυτή. Καταβάλλουμε ένα τίμημα για να πείσουμε τους άλλους, λέει ο Ρολς, ότι οι πράξεις μας αντλούν ηθική νομιμοποίηση από τις πολιτικές αξίες της κοινότητάς μας (ότι, δηλαδή, δεν εξυπηρετούμε απλώς τους εαυτούς μας), αλλά και για να βεβαιωθούμε εμείς οι ίδιοι για την ειλικρίνεια των κινήτρων μας. Παραμένουμε προσδεδεμένοι στον «κοινό λόγο» ακόμα κι όταν αρνούμαστε μια συγκεκριμένη εκφορά του.
Η ιδιοτελής απείθεια στο νόμο είναι ένα από τα πλέον διακριτά γνωρίσματα της νεοελληνικής κοινωνίας. Η απειθαρχία που βλέπουμε γύρω μας είναι καρικατούρα πολιτικής ανυπακοής· κυρίως συνιστά την κορύφωση της ιστορικά εμπεδωμένης παρανομίας σε γενικευμένη ανομία. Το ελλαδικό πρόβλημα είναι συστημικό, και γι αυτό δυσεπίλυτο: με κάποιες εξαιρέσεις, η ιδιοτελής-χειριστική αντίληψη του νόμου χαρακτηρίζει τόσο τους φαύλους πολιτικάντηδες που επί μακρόν κυβέρνησαν τη χώρα (με τα γνωστά αποτελέσματα…), όσο και αυτούς που τους αντιπολιτεύονται· φαύλοι κυβερνήτες και απείθαρχοι πολίτες αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Η κατά νόμον συμβίωση αποτελεί ένα απίστευτης σημασίας ιστορικό επίτευγμα όσων κοινωνιών την πέτυχαν. Εμείς, εδώ και διακόσια περίπου χρόνια, ακόμη προσπαθούμε…