Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

Μεταξύ ευτέλειας και ελπίδας

Σύμφωνα μια άποψη, ας την πούμε κανονιστικά ορθολογική, η πολιτική είναι η αντιπαράθεση έλλογα επεξεργασμένων θέσεων. Τα πολιτικά υποκείμενα κυρίως είναι νοητικές οντότητες, οι οποίες σχηματίζουν απόψεις για επιμέρους θέματα και τις θέτουν στην κρίση του εκλογικού σώματος. 
Υπάρχουν αρκετά στοιχεία αλήθειας σε αυτή τη θεώρηση. Η δημοκρατία είναι το κατ΄ εξοχήν πολίτευμα του λόγου. Αναμένεται οι συμμετέχοντες να εκφράζουν απόψεις, τις οποίες να έχουν διαμορφώσει όχι με αναφορά σε πατροπαράδοτες συνήθειες, ούτε με βάση εξουσιαστικές εξαρτήσεις, αλλά με τη χρήση του ορθού λόγου.
Η θεώρηση όμως αυτή, στο βαθμό που παραμένει απλώς κανονιστική, καταλήγει να είναι απλοϊκή. Δεν είμαστε μόνο νοητικές οντότητες, αλλά και ενσώματες υπάρξεις, με ιστορική πορεία, και συμφέροντα. Η λογική δεν είναι αυθύπαρκτη, αλλά οργανικό μέρος της συνολικής μας ύπαρξης.   
Η συμπεριφορά του πολίτη λ.χ. που απογοητεύεται και απέχει από τις εκλογές είναι κατανοήσιμη. Η συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία νοηματοδοτείται από εξω-λογικά στοιχεία. Όταν αυτά απισχνούνται, αδυνατίζει η ορθολογικότητά μας.   Όσοι ψηφίζουμε, το κάνουμε γιατί εντάσσουμε τη λογική μας σε μια ευρύτερη αυτοκατανόηση: δρούμε ενδεχομένως από καθήκον, από προσωπική υποχρέωση, ή γιατί μας εμπνέει ένας υποψήφιος. Το «καθήκον», η «υποχρέωση»  και η «έμπνευση» είναι στοιχεία που καλλιεργούνται στην κοινότητα που μετέχουμε, δεν είναι απλά προϊόντα της ατομικής νόησης. Η κρίση μας διαμορφώνεται συχνά με ανεπίγνωστο τρόπο από τον τρόπο του συλλογικού βίου. 

Όταν στις εκλογές υπερψηφίζονται τηλεκατασκευασμένα «κύμβαλα αλαλάζοντα» αυτό δεν οφείλεται μόνο στην αναγνωρισιμότητά τους, αλλά και στο ότι η ίδια η διαδικασία της επιλογής συνιστά, για το τηλεθισμένο άτομο, μια προσομοίωση επιλογής τηλεοπτικού παιχνιδιού. Στο μέτρο που η καθημερινότητά μας διαμεσολαβείται από την οθόνη (της τηλεόρασης, του «έξυπνου» κινητού, του υπολογιστή), η «παιγνιοποίηση» που συστηματικά καλλιεργούν οι σύγχρονες τεχνολογίες επικοινωνίας προεκτείνεται δυνητικά και στην πολιτική.
Όπως εύκολα ψηφίζεις με ένα κλικ σε μια ιστοσελίδα, ή με ένα SMS σε έναν τηλεοπτικό παιχνίδι, το ίδιο «εύκολη» πιθανόν θεωρείς ότι είναι και η επιλογή πολιτικού εκπροσώπου. Δεν χρειάζεται να έχεις ακούσει τις απόψεις, ας πούμε, του κ.Ψινάκη (ακόμη κι αν υπήρχαν), αρκεί που νομίζεις ότι τον «γνωρίζεις». Ο κ.Ψινάκης κατοικεί ήδη ως τηλεομοίωμα στο μυαλό σου, αφού τόσο απλόχερα του πρόσφερες χώρο. Η πολιτική κρίση σου διαμορφώνεται σχεδόν ανεπίγνωστα από τη βιρτουαλική οικειότητα που αποπνέει μια τηλεπερσόνα.
Σε ένα πολιτικό σύστημα με εμπεδωμένα κριτήρια ορθολογικής λειτουργίας, υποψηφιότητες σαν αυτή του κ.Ψινάκη συνήθως δεν τίθενται καν προς επιλογή, όπως μια εφημερίδα που σέβεται τον εαυτό της δεν δίνει το λόγο σε τρομοκράτες. Στην επικράτεια του λόγου συμμετέχεις υπό προϋποθέσεις. Όση ευθύνη έχει ο πολίτης που σταυρώνει την τηλεπερσόνα, άλλη τόση (και μεγαλύτερη) έχει αυτός που την προ-επιλέγει. Ως πολίτες επιλέγουμε από ένα ήδη επιλεγμένο μενού.
Η ωριμότητα ενός πολιτικού συστήματος κρίνεται (και) από τις επιλογές που θέτει προς επιλογήν. Όσοι προ-επέλεξαν (τους έδωσαν, δηλαδή, τη δυνατότητα να είναι υποψήφιοι στις πρόσφατες τοπικές εκλογές) τον πρωτοδίκως καταδικασθέντα κ.Ψωμιάδη και τον υπό δικαστική διερεύνηση κ.Μαντούβαλο, για να εγκωμιάσουν στη συνέχεια την «ανθρωποκεντρικότητα» του πρώτου και την «παραταξιακή συνείδηση» του δεύτερου, μας έδωσαν επαρκή δείγματα των κριτηρίων που καθοδηγούν την πολιτική συμπεριφορά τους. Οι πράξεις τους γειώνουν τη ρητορική τους.
Όπως «γνωρίζουμε» τις τηλεπερσόνες μέσα από το κατασκευασμένο προφίλ τους, έτσι, στη μιντιακή κοινωνία, «γνωρίζουμε» και τους πολιτικούς μέσα από το μιντιακό προφίλ που φιλοτεχνούν τα επιτελεία τους. Είσαι ό,τι φαίνεται ότι είσαι. Όταν ο πολιτικός λόγος αποσυνδέεται από την ενσώματη, εγγενώς ριψοκίνδυνη πράξη, τότε ο φορέας του μετατρέπεται σε κύμβαλο αλαλάζον. Η τέχνη της πολιτικής είναι η τέχνη της κρίσης (judgment), και η κρίση δεν είναι αφηρημένη άποψη για τα κοινά, αλλά ζύγισμα αντιτιθέμενων προτεραιοτήτων σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα, από άτομα με συγκεκριμένη ιστορική τροχιά που, έχοντας την ευθύνη των κοινών, ρισκάρουν κάτι πολύτιμο.
Είναι τόσο κωμικά θλιβερό να βλέπει κανείς παλαιοκομματικούς πολιτικούς, όπως λ.χ. η κυρία Μπακογιάννη, να ιδρύουν «νέο πολιτικό κίνημα», καταγγέλλοντας το πολιτικό σύστημα που τόσο πιστά υπηρέτησαν δια μακρόν! Δεν βλέπεις πουθενά διάθεση διακινδύνευσης, ψήγμα αναστοχαστικότητας, μόνο ωμή φιλοδοξία.
Ξέρουν τι κάνουν. Στη βιρτουαλική πραγματικότητα της τηλεοθόνης και στο αμνήμον ελλαδικό πολιτικό σύστημα, δεν ορίζεσαι από τις μέχρι τώρα επιλογές σου, την έμπρακτη διαχείριση των κοινών, και τον ενσώματο τρόπο που άσκησες την κρίση σου, αλλά από το πώς ο προπαγανδιστικός μηχανισμός σου θα τηλεκατασκευάσει το προφίλ σου, μέσα από το οποίο θα αναβαπτισθείς στη συνείδηση του πόπολου. Αποσυνδέεις επίτηδες το λόγο σου από τον μέχρι τώρα βίο σου, για να τον αποκαθάρεις. Δεν υπάρχει, όμως, ασώματος λόγος… 
Καταλαβαίνουμε πόσο κίβδηλοι είναι οι πολιτικοί που επιχειρούν την «επικοινωνιακή» ανακαίνισή τους, όταν τους αντιπαραβάλλουμε με την ασυνήθιστη φρεσκάδα των νέων δημάρχων Αθήνας και Θεσσαλονίκης, Γιώργου Καμίνη και Γιάννη Μπουτάρη αντίστοιχα. Αν ο λόγος τους ακούγεται διαφορετικά, είναι γιατί εκφέρεται από χείλη προσώπων με διαφορετική ιστορία – ιστορία έμπρακτης προσήλωσης σε αξίες μακράν της φαύλης κομματοκρατίας. Οι λέξεις κουβαλούν τόσο φορτίο όσο τους προσδίδει ο ενσώματος ομιλητής. Όπως και στην περίπτωση Ομπάμα, ο λόγος πείθει όχι όταν εκφέρονται οι «σωστές» λέξεις, αλλά όταν αυτές σημαίνουν κάτι στην κοινή εμπειρία. Η ελπίδα δεν «επικοινωνείται», σαρκώνεται.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Κ. καθηγητά, μακάρι να συμμεριζόμουν την ελπίδα σας για τα δύο αυτά πρόσωπα... Όμως στα μάτια μου, είναι κι αυτοί προιόντα του ίδιου συστήματος.

Η κα. Μπακογιάννη θα έπρεπε να λογοδοτεί για εγκλήματα κατά του έθνους (siemens) αλλά...